μαζούτ

μαζούτ
το
άκλ. (λ. ρωσ.), πυκνόρρευστο υγρό που μένει από την απόσταξη του πετρελαίου, το βαρύ πετρέλαιο: Είχαν κεντρική θέρμανση με μαζούτ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαζούτ — Προϊόν απόσταξης του πετρελαίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Βλ. λ. πετρέλαιο. * * * το υγρή καύσιμη ύλη που λαμβάνεται ως υπόλειμμα τής απόσταξης τού πετρελαίου και χρησιμοποείται σε ειδικές εστίες και μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. mazut] …   Dictionary of Greek

  • καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοειδή — τα το πετρέλαιο και τα συγγενή με αυτό εύφλεκτα υγρά (βενζίνη, μαζούτ, νάφθα κ.ά.): Ανέβηκε πάλι η τιμή των πετρελαιοειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”